αβλάστητος

αβλάστητος
-η, -ο (Α ἀβλάστητος, -ον)
αυτός που ακόμη δεν βλάστησε, δεν έβγαλε βλαστούς, αβλαστάρωτος, άβλαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβλαστῶ < ἄβλαστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβλάστητος — η, ο αυτός που δε βλάστησε: Αβλάστητα ήταν τα κλήματα που φύτεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλάστητον — ἀβλάστητος not striking from cuttings masc/fem acc sg ἀβλάστητος not striking from cuttings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλάστητα — ἀβλάστητος not striking from cuttings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλαστησία — και αβλαστησιά, η [αβλάστητος] έλλειψη βλαστήσεως …   Dictionary of Greek

  • ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”